μεμβράνων

μεμβράνων
μέμβρανον
membrana
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδόπλασμα — Το εσωτερικό στρώμα του κυτταροπλάσματος που βρίσκεται κοντά στον πυρήνα στα κύτταρα των ζώων και των φυτών και είναι περισσότερο έκδηλο στα πρωτόζωα και σε ορισμένα κύτταρα των ιστών (π.χ. ινοβλάστες). Το ε. ονομάζεται και μορφόπλασμα γιατί… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αποπυριτίωση — η ο εμποτισμός των κυτταρικών μεμβρανών ορισμένων φυτών με πυριτικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • κατάρρηξις — κατάρρηξις, ἡ (Α) [καταρρήγνυμι] 1. ρήξη μεμβρανών 2. φρ. «κατάρρηξις κοιλίης» δυνατή σύσπαση τής κοιλιάς για κένωση σε περίπτωση διάρροιας …   Dictionary of Greek

  • μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

  • σπερμίνη — και σπερματίνη, η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής πολυαμίνης η οποία εκχυλίζεται από το σπέρμα και δρα ως παράγοντας σταθεροποιητικός τών μεμβρανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermine (< σπέρμα, ατος + κατάλ. τής χημ. ορολογίας ίνη). Η …   Dictionary of Greek

  • σταλόυ — το, Ν άκλ. (μεταλλ.) ειδικός χάλυβας ο οποίος περιέχει 96, 2% σίδηρο, 3, 4% πυρίτιο, 0, 32% μαγγάνιο καθώς και ίχνη άνθρακα, θείου και φωσφόρου και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή ελασμάτων μετασχηματιστών και μεμβρανών μεγαφώνων …   Dictionary of Greek

  • συναπτικός — ή, ό, / συναπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνάπτω] κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός νεοελλ. 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος») 2. φρ. α) «συναπτική σχισμή» βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών… …   Dictionary of Greek

  • τειχοϊκός — ή, ό, Ν φρ. «τειχοϊκό οξύ» (βιοχ.) ονομασία καθενός από τα φωσφορικά οξέα τής γλυκερόλης ή τής ριβιτόλης, τα οποία αποτελούν κύρια συστατικά τών τοιχωμάτων και τών μεμβρανών τών βακτηρίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”